φερ(ρ)ίτης

φερ(ρ)ίτης
ο, Ν
1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες
(χημ.-τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους
2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση στη μεταλλουργία τών σιδήρου και τών χαλύβων, η οποία κρυσταλλώνεται στο χωροκεντρωμένο κυβικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. ferrite < λατ. ferrum «σίδηρος» + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φερ(ρ)ιτοποίηση — η, Ν χημ. αντίδραση τού τριοξειδίου τού σιδήρου με ένα ή περισσότερα οξείδια μονοσθενών, δισθενών ή τρισθενών μετάλλων, κατά την οποία προκύπτουν οι φερ(ρ)ίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρ. φερ(ρ)ιτοποιώ (< φερ[ρ]ίτης + ποιώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”